- ιδροκοπώ
- [ιδροκόπος]ιδρώνω από τον πολύ κόπο, κοπιάζω, μοχθώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιδροκοπώ — ιδροκόπησα, ιδροκοπημένος 1. ιδρώνω πολύ: Έφτασε ιδροκοπημένος. 2. μοχθώ πολύ: Ιδροκόπησε πολύ για να φτιάξει το σπίτι του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αφροκοπώ — ( άω) 1. βγάζω συνεχώς αφρούς («αφροκοπά η θάλασσα») 2. αφρίζω από οργή, βγάζω κραυγές μανίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφρός + κοπώ* (πρβλ. γλεντοκοπώ, ιδροκοπώ, μεθοκοπώ)] … Dictionary of Greek
βροντοκοπώ — 1. παράγω ισχυρό και συνεχή κρότο 2. δέρνω επί πολλήν ώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βροντή + κοπώ* (πρβλ. γλεντοκοπώ, ιδροκοπώ, μεθοκοπώ κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Ιάκ. Ρίζο Νερουλό] … Dictionary of Greek